- ξυλοπέδιλο
- τοπαπούτσι, υπόδημα με ξύλινο πέλμα, αλλ. τσόκαρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξυλοπέδιλο — το είδος υποδήματος από χοντρό ξύλινο πέλμα και πλατιές δερμάτινες λωρίδες που συγκρατούν το πέλμα, το τσόκαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + πέδιλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… … Dictionary of Greek
τσόκαρο — το (λ. ιταλ.) 1. ξυλοπέδιλο, ξύλινο παπούτσι. 2. μτφ., χυδαία γυναίκα, κακοφτιαγμένη και κουτσομπόλα: Μ αυτό το τσόκαρο κάνεις παρέα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)